ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ: ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΑ ΑΠΟΦΥΓΩ

Η πρόληψη είναι πάντοτε καλύτερη από τη θεραπεία και αυτό ισχύει και για τα κατάγματα, η αποφυγή των οποίων θα πρέπει να γίνει μέλημα όλων. Ο λόγος είναι ότι κάποια στιγμή στο μέλλον είναι πιθανό να γίνουν αιτία μόνιμων προβλημάτων. Όσοι έχουν τη δυσάρεστη αυτή εμπειρία γνωρίζουν πόσο οδυνηρά είναι και πόσο μεγάλη αναστάτωση φέρνουν στις ζωές του ασθενή και των οικείων του. Πέραν, όμως, από την προσωρινή ενόχληση και ανησυχία που προκαλούν, είναι πιθανόν να οδηγήσουν σε μόνιμες αναπηρίες, οπότε ο στόχος θα πρέπει να είναι η λήψη κάθε μέτρου προστασίας.

Τα συμπτώματα ενός κατάγματος είναι λίγο πολύ γνωστά: έντονο άλγος, πρήξιμο μελανιές και ενδεχομένως αιμορραγία. Όταν προκύψει σε μεγάλα οστά, ο ασθενής μπορεί να νιώθει αδυναμία και ανικανότητα βάδισης, οπότε να χρήζει βοηθείας από κάποιον οικείο του. Ακόμα και όταν το οστό “δέσει” είναι πιθανό να προκαλέσει παραμόρφωση, η οποία μπορεί να είναι εμφανής. Μια άλλη, επίσης πολύ δυσάρεστη επίπτωση είναι η ανισοσκελία, λόγω μείωσης του μήκους του οστού, η οποία οδηγεί σε χωλότητα. Κάποιες φορές οι ασθενείς εμφανίζουν νευρική βλάβη, ενώ ο κίνδυνος οστεομυελίτιδας και μετατραυματικής αρθρίτιδας είναι ορατός.

Για να αποφευχθούν τα κατάγματα πρέπει εστιάσουμε στους παράγοντες κινδύνου και να τροποποιήσουμε έτσι τη ζωή μας ώστε να τους αποφεύγουμε. Για παράδειγμα να λαμβάνουμε κάθε μέτρο για την αποφυγή των πτώσεων, καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό των καταγμάτων προκύπτει από αυτές, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους. Άλλες αιτίες είναι οι αθλητικοί τραυματισμοί, τα οδικά ατυχήματα και η φθορά.

Μια σουηδική μελέτη εντόπισε τους παράγοντες που καθιστούν πιο επιρρεπή έναν άνθρωπο να υποστεί κάταγμα. Από τους 30.446 συμμετέχοντες, οι γυναίκες είχαν ηλικία 58 κατά μέσο όρο και οι άνδρες 57,7. Οι επιστήμονες τους παρακολούθησαν για 20 χρόνια, κατά μέσο όρο (από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έως το 2016). Βρέθηκε ότι το 27% υπέστη τουλάχιστον ένα κάταγμα κατά τη διάρκεια αυτών των ετών. Ο κύριος παράγοντας που αύξανε την πιθανότητα ήταν η ηλικία, καθώς η γήρανση προκαλεί διατάραξη της ικανότητας του ανθρώπου να ισορροπεί. Το κάπνισμα διαπιστώθηκε ότι επίσης αύξανε τις πιθανότητες κατάγματος κατά 16-20%. Μάλιστα, φάνηκε ότι οι άνδρες καπνιστές κινδυνεύουν περισσότερο να υποστούν κάταγμα ισχίου. Η σωματική δραστηριότητα εν ώρα εργασίας, το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό κατάγματος παίζουν επίσης αρνητικό ρόλο. Η δε σύγκριση των δύο φύλων έδειξε ότι οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να σπάσουν κάποιο οστό, κυρίως λόγω οστεοπόρωσης.

Αντιθέτως, προστατευτικά φάνηκε να επιδρά η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ, αφού τα αποτελέσματα έδειξαν μείωση του κινδύνου 10% περίπου, η συγκατοίκηση και η φυσική δραστηριότητα κατά τον ελεύθερο χρόνο, η οποία ήταν μάλιστα δοσοεξαρτώμενη.

Τέλος, τα ευρήματα έδειξαν ότι το βάρος είναι, παραδόξως, προστατευτικό. Ο υψηλός Δείκτης Μάζας Σώματος σχετίστηκε με μικρότερο κίνδυνο κατάγματος.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, όταν ένας άνδρας πληροί 6 παράγοντες κινδύνου αντιμετωπίζει πενταπλάσιο κίνδυνο κατάγματος, ενώ μια γυναίκα τριπλάσιο.

Τα ευρήματα έδειξαν ότι το κάπνισμα και η περιορισμένη σωματική δραστηριότητα είναι ακόμη πιο επιβαρυντικοί παράγοντες για κάταγμα στο ισχίο, ενώ η βαριά εργασία δεν φάνηκε να αποτελεί κίνδυνο.

Λαμβανομένου υπόψη του αριθμού των καταγμάτων του ισχίου στους ηλικιωμένους και της αναμενόμενης αύξησής τους, αφού ο πληθυσμός της χώρας μας γερνά, είναι ευκόλως κατανοητό πόσο σημαντική η αντιμετώπιση των παθήσεων εκείνων των παραγόντων που συμβάλλουν στην αύξηση του κινδύνου για κάταγμα, όπως για παράδειγμα η θεραπεία της οστεοπόρωσης ή η διατήρηση της ισορροπίας μέσω φυσικοθεραπείας και ασκήσεων, προκειμένου να αποφευχθεί ένα χειρουργείο.

Με την τεχνική AMIS, ωστόσο, μπορούν να αντιμετωπιστεί και μεγάλο ποσοστό ασθενών ακόμα και πολύ προχωρημένης ηλικίας με υποκείμενα νοσήματα, γιατί κατά την προσπέλαση οι μύες προστατεύονται, όπως και τα νεύρα. Έτσι οι ασθενείς πολύ γρήγορα ανακτούν την κινητικότητά τους και επανέρχονται στις καθημερινές δραστηριότητές τους.

Για την πρόληψη, λοιπόν, των καταγμάτων υπάρχουν συνήθειες που μπορούμε να αλλάξουμε, για να μειώσουμε τον κίνδυνο. Αυτοί, σύμφωνα με τη μελέτη, είναι το κάπνισμα και η κατανάλωση αλκοόλ, το επίπεδο δραστηριότητάς μας, το βάρος μας (να μην πέφτει κάτω από το φυσιολογικό), καθώς και η επιλογή να μη ζούμε μόνοι.

Δρ Αθανάσιος Τσουτσάνης