ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ ΙΣΧΙΟΥ: ΠΩΣ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΠΡΟΦΥΛΑΧΘΩ;

Υψηλότερος είναι ο κίνδυνος κατάγματος ισχίου σε άτομα άνω των 50 ετών και η αιτία δεν είναι άλλη από τη γήρανση. Καθώς ο άνθρωπος γερνά, τα οστά τείνουν να γίνονται πιο αδύναμα, μια διαδικασία που συντελείται με πιο γοργούς ρυθμούς στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση. Έτσι, τα οστά είναι πιο επιρρεπή σε κατάγματα, με τα σπουδαιότερα και συχνότερα να είναι τα σπονδυλικά και εκείνα του ισχίου. Και τα δύο μπορεί να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής του ασθενή, καθώς μπορούν να περιορίσουν την κινητικότητα και την ικανότητα για εκτέλεση απλών, καθημερινών δραστηριοτήτων. Έτσι, συχνά χρήζει βοηθείας από μέλη της οικογενείας του ή επαγγελματίες υγείας, στο σπίτι ή σε κάποιο ίδρυμα αποκατάστασης. Ειδικά για τα κατάγματα ισχίου, έχει διαπιστωθεί ότι ένα στα τρία άτομα που ζούσαν ανεξάρτητα πριν τον τραυματισμό περνούν ένα χρόνο ή περισσότερο σε γηροκομείο μετά από αυτόν.

Η χαμηλή πυκνότητα των οστών διπλασιάζει ή ακόμη και τριπλασιάζει τον κίνδυνο κατάγματος του ισχίου. Σύμφωνα με στοιχεία, περίπου το 56% των γυναικών και το 18% των ανδρών ηλικίας 50 ετών και άνω έχουν μειωμένη οστική πυκνότητα, με το 16% των γυναικών και 2% των ανδρών αυτών να υποφέρει από οστεοπόρωση. Ένα άλλο 40% γυναικών και 16% ανδρών πάσχει από οστεοπενία.

Τα περισσότερα κατάγματα ισχίου απαιτούν χειρουργική επέμβαση, νοσηλεία και αποκατάσταση. Παρά τις υπερσύγχρονες μεθόδους χειρουργικής αποκατάστασης όπως είναι η AMIS, που εξασφαλίζει γρήγορη ανάρρωση και ελάχιστο μετεγχειρητικό πόνο με μειωμένο κίνδυνο επιπλοκών, υπάρχει ανάγκη πρόληψης αυτών των τραυματισμών.

Σύμφωνα με το Διεθνές Ίδρυμα Οστεοπόρωσης, η εύρεση των ανθρώπων που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο για κατάγματα, η διάγνωση και αξιολόγηση της οστεοπόρωσης, η έναρξη αντιμετώπισή της με θεραπείες οστικής προστασίας για άτομα με οστεοπόρωση και η τήρηση τους, αποτελούν τους βασικούς πυλώνες μείωσης των ποσοστών οστεοπορωτικών καταγμάτων.

Το ετήσιο τεστ μέτρησης της οστικής πυκνότητας συστήνεται στις γυναίκες ηλικίας 65 ετών και άνω όπως και σε γυναίκες άνω των 50 εάν ήδη έχει προκύψει κάποιο κάταγμα ή σε εμμηνοπαυσιακές γυναίκες με παράγοντες κινδύνου για οστεοπόρωση. Το ίδιο ισχύει και για τους άνδρες ηλικίας 70 ετών και άνω, ή νεώτερους (50-69 ετών) με παράγοντες κινδύνου για οστεοπόρωση. Σε μία μελέτη του Johns Hopkins διαπιστώθηκε ότι ο έλεγχος της οστικής πυκνότητας έχει ως αποτέλεσμα 36% χαμηλότερο κίνδυνο κατάγματος, αφού, αναλόγως των αποτελεσμάτων, χορηγούνται θεραπείες που διατηρούν τα οστά δυνατά. Υπάρχουν επίσης και ορισμένες τροποποιήσεις του τρόπου ζωής που δύνανται να μειώσουν σημαντικά την πιθανότητα κατάγματος ισχίου.

Το πρώτο είναι η άσκηση, καθώς ένα γυμνασμένο σώμα έχει περισσότερη μυϊκή δύναμη, αντοχή και ισορροπία - παράγοντες που ελαχιστοποιούν την πιθανότητα πτώσης. Υπάρχει ένα αυξανόμενο πλήθος αποδεικτικών στοιχείων ότι η σωματική δραστηριότητα μπορεί να βοηθήσει στην καταπολέμηση των επιπτώσεων της γήρανσης στα οστά. Η τακτική άσκηση μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο πτώσης κατά 20% - 30%. Αντιθέτως, η έλλειψη άσκησης αυξάνει τον κίνδυνο για κάταγμα ισχίου ακόμα και σε γυναίκες χωρίς οστεοπόρωση. Για την ένταση και τη διάρκεια της άσκησης έχουν πραγματοποιηθεί πολλές έρευνες με διάφορα αποτελέσματα. Από μια πρόσφατη μελέτη που εξέτασε την ποσότητα και την ποιότητα της άσκησης που απαιτείται για να αλλάξει πραγματικά η αντοχή των οστών, φάνηκε ότι οι γυναίκες με την πιο έντονη δραστηριότητα για μόλις ένα έως δύο λεπτά κάθε μέρα, είχαν μείωση του κινδύνου για εύθραυστα οστά. Επιπλέον, είχαν μεγαλύτερη μείωση από εκείνες που έκαναν λιγότερο έντονη δραστηριότητα, αν και αυτές οι γυναίκες είδαν επίσης κάποια μείωση του κινδύνου. Οι ερευνητές πιστεύουν ότι ένα έως δύο λεπτά τρέξιμο για μια γυναίκα πριν την εμμηνόπαυση και αργό τρέξιμο για μια γυναίκα μετά την εμμηνόπαυση είναι αρκετά. Σε κάθε περίπτωση ακόμα και η μέτρια άσκηση είναι προτιμότερη από την αδράνεια στην επιβράδυνση της απώλειας της πυκνότητας των οστών, στη διατήρηση της μυϊκής δύναμης, στη βελτίωση της ισορροπίας και του συντονισμού. Καλές επιλογές άσκησης αποτελούν το τζόκινγκ, η πεζοπορία, το κολύμπι, ο χορός και η προπόνηση με βάρη. Οι ασκήσεις ισορροπίας και το tai chi έχουν αποδειχθεί ότι μειώνουν τις πτώσεις και μειώνουν τον κίνδυνο κατάγματος του ισχίου.

Εξίσου σημαντική είναι και η διατροφή. Το χαμηλό σωματικό βάρος και η κακή διατροφή, συμπεριλαμβανομένης μιας χαμηλής περιεκτικότητας σε ασβέστιο δίαιτας επιταχύνουν την απώλεια οστικής πυκνότητας και αυξάνουν την πιθανότητα για κατάγματα ισχίου. Στόχος πρέπει να είναι η πρόσληψη 1.000 mg ασβεστίου ημερησίως για τις γυναίκες πριν την ηλικία των 50 ετών και τους άντρες πριν από την ηλικία των 70 ετών, και 1.200 mg για τις γυναίκες άνω των 50 ετών και τους άνδρες άνω των 70 ετών. Πέραν του ασβεστίου συστήνεται η καθημερινή κατανάλωση άφθονων φρούτων και λαχανικών που είναι πλούσια σε κάλιο, αφού αυτό βοηθά στον μεταβολισμό του ασβεστίου, σύμφωνα με μια μελέτη του 2013. Επίσης, δεν πρέπει να παραλείπεται από τη διατροφή η πρωτεΐνη, η οποία να βοηθά στη διατήρηση της μυϊκής μάζας και στο χτίσιμο των οστών. Το ασβέστιο όμως χρειάζεται τη βιταμίνη D για να απορροφηθεί. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, τηρουμένων βεβαίως των κανόνων ασφαλείας. Όταν αυτό είναι ανέφικτο ή ανεπαρκές οι τρέχουσες συστάσεις είναι η λήψη 600 IU βιταμίνης D ημερησίως για άτομα έως 70 ετών και 800 IU για τους άνω 70 ετών. Η διακοπή του καπνίσματος και της υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ είναι απαραίτητη για την πρόληψη των καταγμάτων ισχίου. Τέλος, δεν πρέπει να παραλείπεται ο έλεγχος από τον θεράποντα ιατρό του συνόλου των φαρμάκων που λαμβάνονται, καθώς πολλά από αυτά μπορούν να επηρεάσουν την ισορροπία και τη δύναμη ή να προκαλέσουν υπνηλία και ζάλη (αιτίες πτώσεων), αλλά και του ελέγχου της όρασης, για τους ίδιους λόγους.

Δρ. Αθανάσιος Τσουτσάνης